τένται

τένται
Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767-822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία του Λωτού του τέλειου νόμου (Σαντάρμα - πουνταρίκα -σούτρα), και γνωστή γι’ αυτό και ως σχολή του λωτού (φα - χουά), δίδασκε την ενότητα και την ταύτιση κάθε όντος στην αιώνια και απόλυτη φύση του Βούδα και τη δυνατότητα –ανοικτή σε όλους τους ανθρώπους– να φτάσουν τον φωτισμό, αρκεί να διατρέξουν την οδό της λύτρωσης, που ακολούθησε ο ιστορικός Βούδας. Γι’ αυτό οι πιστοί δεν έπρεπε να ασχολούνται μόνο με τη μελέτη των ιερών κειμένων, τον στοχασμό και τις τελετουργικές πράξεις, αλλά να τηρούν και μερικούς θεμελιώδεις κανόνες, όπως να αποφεύγουν τους κινδύνους, να κάνουν αγαθοεργίες, να φέρονται με καλοσύνη προς όλα τα πλάσματα. Στον τομέα της διδασκαλίας, η αίρεση υπήρξε κατεξοχήν συγκρητική και απορρόφησε πολλά στοιχεία του εσωτερικού βουδισμού, προπάντων του σινγκόν και του Τσεν. Η Τ. αποτελεί σήμερα μία από τις μικρότερες σχολές του ιαπωνικού βουδισμού και αριθμεί περίπου 210.000 πιστούς με πάνω από 4.000 τόπους λατρείας.
* * *
Α
(κυπριακός τ. γ' εν.) βλ. τέλομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεντάι — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • τέλομαι — και κυπριακός τ. γ εν. τένται Α (ενεστ. με σημ. μέλλ.) θα είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστωτικός τ. με σημ. μέλλοντα, που χρησιμοποιήθηκε ως μέλλοντας τού εἰμί στην κρητική διάλεκτο (πρβλ. εἶμι, νέομαι «θα επανέλθω»). Ο τ. τέλομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • τ'ιεν-τ'άι — Ν η σχολή τεντάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινεζ. ť ien ťai «βουδιστική σχολή»] …   Dictionary of Greek

  • kʷel-1, kʷelǝ- —     kʷel 1, kʷelǝ     English meaning: to turn; wheel; neck?     Deutsche Übersetzung: “drehen, sich drehen, sich herumbewegen, fũrsorglich um jemandem herum sein, wohnen” under likewise     Material: This root is related to the name of Celts,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”